- κόμπιασμα
- το [κομπιάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κομπιάζω, η δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόμπιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κομπιάζω, δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek